νυκτερίς

νυκτερίς
-ίδος N 3 2-0-1-0-1=4 Lv 11,19; Dt 14,18; Is 2,20; LtJ 21
bat

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νυκτερίς — bat fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτερίς — η ζωολ. γένος χειρόπτερων, νυχτερίδων τής οικογένειας nycteridae …   Dictionary of Greek

  • νυκτερίδα — νυκτερίς bat fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτερίδας — νυκτερίς bat fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτερίδες — νυκτερίς bat fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτερίδι — νυκτερίς bat fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτερίδος — νυκτερίς bat fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτερίδων — νυκτερίς bat fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτερίσι — νυκτερίς bat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυκτερίσιν — νυκτερίς bat fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυχτερίδα — Κοινή ονομασία ιπτάμενων θηλαστικών της τάξης των χειροπτέρων. Ιδιαίτερα ονομάζουν ν. κάθε είδος που υπάγεται στην οικογένεια των Βεσπερτιλιονιδών, της μεγάλης τάξης των μικροχειροπτέρων· η οικογένεια αυτή, που χαρακτηρίζεται από την ομοιογένειά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”